ριπάς

ριπάς
(-άδος) η см. ρέφουλα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ριπάς" в других словарях:

  • ῥιπάς — ῥῑπά̱ς , ῥιπή swing fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥῖπας — ῥίψ plaited work fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ριπάδα — και ριπάς, άδος, η Ν παροδική ένταση τού ανέμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ριπή + κατάλ. άς / άδα (πρβλ. κοιλ άδα)] …   Dictionary of Greek

  • ριπή — η / ῥιπή, ΝΜΑ φρ. «ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῡ» ακαριαία, σε μια στιγμή νεοελλ. 1. ταχεία βολή πολλών βλημάτων η οποία πραγματοποιείται με μία, αλλά συνεχή, πίεση τής σκανδάλης αυτόματου όπλου και που διαρκεί όσο και η πίεση τής σκανδάλης («βολή κατά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»